ὀλβοθρέμμων

ὀλβοθρέμμων
ὀλβο-θρέμμων, ον, gen. ονος,
A nursed amid wealth,

Κῆρες Pi.Fr.277

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ολβοθρέμμων — ὀλβοθρέμμων, ον (Α) αυτός που ανατράφηκε μέσα σε πλούτο, σε πλούσιο περιβάλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβος «πλούτος, ευδαιμονία» + θρέμμων (< τρέφω), πρβλ. υδατο θρέμμων] …   Dictionary of Greek

  • ὀλβοθρέμμονες — ὀλβοθρέμμων nursed amid wealth masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιοθρέμμων — βιοθρέμμων, ον (ποιητ.) (Α) αυτός που διατηρεί τη ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + θρεμμων < (θ) θρεπ , έθρεψα, αόρ. του τρέφω (πρβλ. θεοθρέμμων, ολβοθρέμμων, κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • όλβος — ο (ΑΜ ὄλβος) 1. υλική ευδαιμονία, ευμάρεια, ευπορία, αφθονία υλικών αγαθών, πλούτος («ὑγίεια καὶ εὐεξία βέλτιον παντὸς χρυσίον, καὶ σῶμα εὔρωστον ἤ ὄλβος ἀμέτρητος», ΠΔ) 2. συνεκδ. ευδαιμονία, ευτυχία, μακαριότητα, ευημερία αρχ. φρόνηση («ὄλβος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”